- ἀνακομιζόμενοι
- ἀνακομίζωcarry uppres part mp masc nom/voc plἀνακομίζωcarry uppres part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκαταποντώ — όω, Α [καταποντῶ] καταποντίζω μαζί στη θάλασσα («οἱ ἀπὸ Τροίας ἀνακομιζόμενοι... συγκατεποντώθησαν», Σέξτ. Εμπ.) … Dictionary of Greek